- λωτοῦντα
- λωτοῦντα (λωτός), either a part., or adj., for λωτόεντα: full of lotus, ‘clovery,’ πεδία, Il. 12.283†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
λωτοῦντα — λωτέω play the flute pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λωτέω play the flute pres part act masc acc sg (attic epic doric) λωτόεις overgrown with lotus neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτόεις — λωτόεις, εσσα, εν (Α) κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. όεις, (πρβλ. αστερ όεις, κριν όεις)] … Dictionary of Greek